Αρχαιότητα
Η ιστορία των Φερών ξεκινάει από την ίδρυση της Μονής της Βήρας με τον ιστορικό Ναό «Παναγία Κοσμοσώτειρα», από τον Σεβαστοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό, το 1151-1152 μ.Χ. Ο τίτλος του «Σεβαστοκράτορος» δόθηκε στον Ισαάκιο για πρώτη φορά στην Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης από τον αυτοκράτορα αδελφό του Αλέξιο Κομνηνό.
Οι Φέρες βρίσκονται 28 χιλιόμετρα ανατολικά της Αλεξανδρούπολης κτισμένες στην πλαγιά ενός πευκόφυτου λόφου, όπου είναι κτισμένη η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, και στο νότιο μέρος βρίσκεται μια μεγάλη πεδιάδα, που φτάνει μέχρι τον Έβρο ποταμό και φέρει το τουρκικό όνομα Γκιαούρ-Αντάς. Η περιοχή παλαιότερα είχε ιδιαίτερη στρατιωτική σημασία, που οφειλόταν στη θέση της στη διασταύρωση των δύο αρτηριών, της Εγνατίας οδού, που ήταν και ο τελευταίος σταθμός πριν τον Έβρο, με κατεύθυνση την Κωνσταντινούπολη και της εγκάρσιας οδού, που ήταν παράλληλη προς το κάτω ρεύμα αυτού του ποταμού. Η θέση ήταν κατάλληλη για στρατιωτικούς σκοπούς και κυρίως για τη στρατοπέδευση των στρατευμάτων. Γειτόνευε με τα φρούρια της Τραϊανούπολης και της Αίνου, με την οποία επικοινωνούσε εύκολα μέσω της μεγάλης πεδιάδας του Γκιαούρ-Αντά. Η Εγνατία την συνέδεε με τις παράκτιες πόλεις της Θράκης και με την ορεινή περιοχή μέσω της οδού που ερχόταν από τα Κουμουτζηνά (Κομοτηνή).
Η περιοχή είχε κατοικηθεί απ’ την παλαιολιθική εποχή, όπως φαίνεται από τα ευρήματα του ευρύτερου χώρου της, κυρίως από κεραμεικά και επιγραφικά ευρήματα. Πρώτη μνεία της περιοχής των Φερών γίνεται από τον Ηρόδοτο, όταν κάνει λόγο για τη Άφιξη του Ξέρξη στο χώρο του αρχαίου Δορίσκου και την καταμέτρηση του στρατού, γιατί έκρινε ότι ο χώρος είναι κατάλληλος γι’ αυτό. «Ο δε Δορίσκος εστί της Θρηίκης αιγιαλός τε και πεδίον μέγα, δια δε αυτού ρέει ποταμός μέγας Έβρος… Ἔδοξε ὦν τῷ Ξέρξῃ ὁ χῶρος εἶναι ἐπιτήδεος ἐνδιατάξαι τε καὶ ἐξαριθμῆσαι τὸν στρατόν· καὶ ἐποίεε ταῦτα». Το τείχος του Δορίσκου έχει εντοπιστεί 4 χλμ Ν.Δ. των Φερών.
Έπειτα από τους περσικούς πολέμους η περιοχή έλαβε μέρος στην Αθηναϊκή συμμαχία, και κατόπιν όλη η περιοχή ήταν τμήμα του θρακικού βασιλείου των Οδρυσών και αργότερα του βασιλείου της Μακεδονίας, για να επανέλθει μετά πάλι στη δικαιοδοσία διαφόρων Θρακικών ηγεμόνων. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδος οι Ρωμαίοι κατέλαβαν το 46 μ.Χ. την περιοχή και αργότερα στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. ο Αυτοκράτορας Τραϊανός έκτισε την Τραϊανούπολη.
Στα χρόνια του Nέρωνος, και συγκεκριμένα μεταξύ 59 και 63 μ.X., χρονολογείται μιλιάριο (οδομετρική επιγραφή που μετράει μίλια), που όριζε την απόσταση μεταξύ της αρχαίας εγκαταστάσεως στην περιοχή των Φερών και της Περίνθου (στη θάλασσα του Μαρμαρά). Άλλη οδομετρική επιγραφή αναφέρεται στον αυτοκράτορα Γάϊο Iούλιο Oυήρο Mαξιμίνο (235-238 μ.X.) και στον γιό του. Σύμφωνα με την συμπλήρωση που προτάθηκε, γιατί ήταν ημικατεστραμμένη, υποδηλώνει ότι κατά την περίοδο αυτήν η περιοχή ανήκε στην «χώρα» της Aίνου.
Απ’ τη Βυζαντινή Βήρα μέχρι την Τουρκοκρατία
Το 1151 ο Σεβαστοκράτορας Ισαάκιος Κομνηνός, γιος του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού και της Άννας Κομνηνής και αδελφός του νέου αυτοκράτορα Ιωάννη, αποφασίζει να κτίσει ένα μοναστήρι στην περιοχή του Βηρός, όπως γράφει ο Νικήτας Χωνιάτης. Ο τίτλος του Σεβαστοκράτορα του δόθηκε από τον αδελφό του και ήταν τίτλος που δινόταν για πρώτη φορά και ήταν ο ανώτερος τίτλος μετά τον τίτλο του αυτοκράτορα. Ο Ισαάκιος αναφέρεται και ως θεολόγος και φιλόσοφος, γιατί έγραψε κάποιες φιλοσοφικές πραγματείες, αλλά και ως ποιητής.
Ήταν φιλόδοξος και για να αναρριχηθεί στον αυτοκρατορικό θρόνο οργάνωσε διάφορα επαναστατικά κινήματα, χωρίς αποτέλεσμα. Τιμωρήθηκε μάλιστα με εξορίες και έπειτα από σκέψη για τη ματαιότητα των εγκοσμίων αποφάσισε να δημιουργήσει την Ιερά Μονή της Κοσμοσώτειρας και να προσευχηθεί, για να βρει έλεος η ψυχή του. Ο τάφος του πιθανολογείται ότι βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του Ναού.
Λίγα χρόνια μετά από την ημερομηνία του Τυπικού, ο γιος του Ισαακίου έγινε αυτοκράτορας ως Ανδρόνικος (1183-85). Επισκέφτηκε το μοναστήρι της Κοσμοσώτειρας το 1183 για να προσκυνήσει τον τάφο του πατέρα του, που το μοναστήρι ίσως να είχε δημευθεί από την κυβέρνηση του Ισαακίου ΙΙ του Αγγέλου (1185-95), ο οποίος οδήγησε μια επιτυχή επανάσταση ενάντια στον Ανδρόνικο Ι, αλλά που συνελήφθη και τυφλώθηκε στο μοναστήρι το 1195 κατά διαταγή του αδελφού του Αλεξίου ΙΙΙ Αγγέλου (1195-1203). Η περιοχή, δέκα χρόνια μετά, κατακτήθηκε από το Βούλγαρο κυβερνήτη Kalojan (1197-1207) το 1205. Μετά την τέταρτη σταυροφορία και την κατάκτηση της Πόλης από τους Φράγκους (το 1204) το μοναστήρι δόθηκε στον Geoffroi Villehardouin (Γοδεφρίδο Βιλλεαρδουίνο), οργανωτή της σταυροφορίας. Επέστρεψε στα ελληνικά χέρια από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη ΙΙΙ Βατάτζη (1221-54), ο οποίος περνώντας από την περιοχή επισκέφθηκε το μοναστήρι το 1246. Το 1268 ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος, έκλεισε σε ομηρία την οικογένεια του έκπτωτου Σουλτάνου του Ικονίου Αζατίν του Β΄. Η σύζυγός του όταν έμαθε ότι πέθανε ο άνδρας της απελπισμένη έπεσε από τον πύργο δίπλα στην πύλη του τείχους και σκοτώθηκε. Γι’ αυτό και η πύλη αυτή, κατά τον ιστορικό Hammer, ονομάστηκε «Άννα Καπουσού», δηλαδή «Πύλη της Μητέρας».
Στην εποχή των Παλαιολόγων, το μοναστήρι, όπως πολλά μοναστήρια της αυτοκρατορίας ενισχύθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως τόπος φυλάκισης. Το 1341, ο μετέπειτα αυτοκράτορας Ιωάννης VI Καντακουζηνός (1347-54) βρήκε το μοναστήρι να το υπερασπίζονται μοναχοί και αγρότες. Το μοναστήρι εγκαταλείφθηκε από τους μοναχούς του μέχρι την ώρα της παραίτησης του Καντακουζηνού το 1354. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός χαρακτηρίζει το 1355 τη Μονή της Βήρας «φρούριόν τι καρτερώτατον παρά τον Έβρον». Αλλά μολονότι ήταν «φρούριον καρτερώτατον» η περιοχή έπαθε πολλές καταστροφές από τους Βουλγάρους το 1323 και από τους Οθωμανούς το 1331 κατά τις επιδρομές τους στον χώρο της Θράκης.
Στις 5 Μαρτίου 1342 ο Ιωάννης Καντακουζηνός εγκατέλειψε το Διδυμότειχο και άφησε αρχικά το στρατό του να στρατοπεδεύσει κοντά στη Bήρα. Επειδή οι μοναχοί κατοικούσαν στο φρούριο, δεν επιχείρησε επίθεση εναντίον των τειχών, που περιέκλειαν τη Bήρα. Εξάλλου ο Ιωάννης Bατάτζης ξαφνικά κατέλαβε τον οικισμό. Το χειμώνα του 1342/43 ο στόλος του Ουμούρ πασά αγκυροβόλησε στον ΄Εβρο, κοντά στη Bήρα. Εξαιτίας του ψύχους 300 άνδρες του πληρώματος έπαθαν κρυοπαγήματα. Το 1347 ο Σεβαστοκράτορας Ιωάννης Ασάνης κατέλαβε το οχυρό, όπου παλαιότερα του είχαν παραχωρηθεί από τον Ιωάννη Καντακουζηνό αγροκτήματα και χωράφια. Το 1355 το φρούριο Bήρα, που βρισκόταν δίπλα στον Έβρο, περιήλθε στην κυριότητα του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Η ανδρική μονή είχε την εποχή αυτή μετατραπεί εξαιτίας των πολέμων και των ληστρικών επιθέσεων σε οχυρωμένο οικισμό με αγροτικό πληθυσμό προερχόμενο από την γύρω περιοχή.
Μετά από μία διαδοχή καταλήψεων από τους Τούρκους, τους Βυζαντινούς, τους Σέρβους, η Βήρα πέφτει οριστικά στα χέρια των Οθωμανών μετά την μάχη της Μαρίτσας (Έβρου ή Cirmen) στα 1371. Η εκκλησία μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος και τα κτίσματα της μονής και τα τείχη της κατεδαφίζονται. Ο Ναός, μόλις περίπου 200 χρόνια από την ίδρυσή του, μετατρέπεται σε τζαμί του Σουλεϊμάν. Καταστρέφονται οι μοναδικές τοιχογραφίες της, και επικαλύπτονται με κονίαμα και κατά τη μετατροπή της σε τέμενος (τζαμί) γίνονται αρκετές εσωτερικές και εξωτερικές παρεμβάσεις και κτίζονται μιναρέδες.
Τουρκοκρατία
Αναφορές για τη Βήρα έχουμε από το 1433, όταν επισκέφτηκε την περιοχή ο Bertrandon de la Broquière, στο πλαίσιο των επισκέψεών του στην Εγγύς Ανατολή. Μια μικρή τουρκική πόλη υπήρχε γύρω από την ενισχυμένη ακρόπολη, και η εκκλησία του είχε μετατραπεί ήδη σε μουσουλμανικό τέμενος. Επίσης έχουμε πληροφορίες από έναν άλλο ταξιδιώτη, τον Robert de Dreux, που επισκέφτηκε τη Βήρα το 1699, αναφέρει επίσης το μουσουλμανικό τέμενος ως χριστιανική εκκλησία.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η Βήρα αναφέρεται ως Φέρε, Φερετζίκ (μικρή Φέρε) ή και Ατίκ Φερετζίκ (παλαιά μικρή Φέρε), ενώ από τον 13ο ως 18ο αιώνα, από τους βυζαντινούς και λατίνους ιστοριογράφους αναφέρεται ως Βήρα. Κάποιοι Ευρωπαίοι περιηγητές την αναφέρουν ως Pertinentia de Vira=μικρή διοικητική ενότητα. Ο Celini (1582) γράφει ότι, όταν πέρασε από τη Βήρα, βρήκε κατάλυμα σε ένα Κερβάνσαράι (kervansaray). Ο Cavazza (1591), πέρασε το ποτάμι, έφαγε και αναπαύθηκε στη Βήρα στη σκιά κάρων (d’avoir dîné et de s’être reposé à l’ombre des chariots). Ο Bernardo (1591) βρήκε κατάλυμα σε ειδικά διαμορφωμένο διαμέρισμα, που προορίζονταν για σημαντικές προσωπικότητες, στο Κερβάνσαράι του Ιμπραήμ Πασά (logea dans les appartements réservés à des personnages d’une certaine importance dans le kervansaray d’Ibrãhĩm Pasha). Οι περιηγητές που την επισκέπτονται αναφέρουν ότι οι κάτοικοι μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα χρησιμοποιούσαν παράλληλα με τις Τουρκικές ονομασίες και το όνομα «Βήρα», όπως ο A. Viques Nel, που επισκέπτεται την πόλη το 1868, στη φυσική και γεωλογική του περιγραφή την αναφέρει ως Βήρα και όχι Φερετζίκ ή Φέρες.
Βουλγαρική περίοδος (1913-1919)
Όπως και στην υπόλοιπη Θράκη, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, οι Φέρες υπέστησαν την καταδιωκτική μανία των Βουλγάρων, που σε πολλές περιπτώσεις προσπάθησαν να εκβουλγαρίσουν τους πληθυσμούς με βίαια μέτρα και εξοντώσεις. Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (Οκτώβριος 1913 η Δυτική Θράκη παραχωρήθηκε στους Βουλγάρους και πολλές ομάδες πληθυσμών από τις Φέρες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να καταφύγουν στην Αίνο ή άλλοι στην Καβάλα. Την περίοδο αυτή καταστράφηκε ο Ναός του Αγίου Νικολάου.
Απελευθέρωση (16 Μαΐου 1920)
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο η Δυτική Θράκη τίθεται υπό διασυμμαχική Διοίκηση (1919-1920, στην οποία τον κύριο λόγο είχαν οι Γάλλοι, ενώ οι διαπραγματεύσεις στο συνέδριο ειρήνης του Παρισιού οι Έλληνες προσπαθούσαν να πετύχουν την απόδοση της περιοχής στην Ελλάδα. Τελικά η πολυπόθητη απελευθέρωση έγινε και ο ελληνικός στρατός έφθασε απελευθερωτής στις Φέρες στις 16 Μαΐου 1920.
Όταν έληξε η γερμανική Κατοχή, τον Αύγουστο του 1944, οι Φέρες είναι η πρώτη πόλη της Δυτικής Θράκης που απελευθερώθηκε από τους Γερμανούς με παλλαϊκή εξέγερση των κατοίκων της.
Ο ποταμός Σαμία
Εδώ οφείλω να παρατηρήσω ότι κατά την άποψή μου η Σαμία πρέπει να είναι ο παραπόταμος του Έβρου, το Τσάι και όχι το ποταμάκι που από πάνω του κτίσθηκε το υδραγωγείο, όπως γράφεται σε πολλές δημοσιεύσεις, γιατί στο Τυπικό αναφέρεται η διαχείριση του ποταμού Σαμία μαζί με την Μαρίτζα. Στο άρθρο 66 γράφει ο Ισαάκιος ότι η διαχείριση των ποταμών Μαρίτζα (Έβρος) και Σαμία είναι απόλυτο δικαίωμα της Μονής (άρθρο 69).
«Οφείλει ο προεστώς της μονής, σύμφωνα με τα δικαιώματά μας στον ποταμό Μαρίτζα, να ψαρεύει ψάρια και να τα φέρνει στους μοναχούς για τροφή, πολλές φορές να τα φέρνει και από την Αίνο περνώντας (διαπορθμεύειν) μέσα από το ποτάμι ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Πολλῶν δ’ ὄντων καί μεγάλων ἰχθύων, ὡς ἐγώ καθιστόρησα, ἐν τῷ ποταμῷ τῇ Σαμίᾳ περί τά πρόθυρα σχεδόν τοῦ Νεοκάστρου, (επειδή δε είναι πολλά και μεγάλα τα ψάρια, όπως διηγήθηκα, στο ποτάμι, τη Σαμία, στα πρόθυρα σχεδόν του Νεοκάστρου) οφείλει ο καθηγούμενος της Μονής φροντίζει με το μυαλό σε εγρήγορση για τη διαφύλαξη του ποταμού και τη συντήρηση, για να μη ψαρεύονται τα ψάρια από οποιονδήποτε, γιατί τα ψάρια είναι ευάλωτα και εύκολα ψαρεύονται, όπως ξέρουμε».
α) Εφόσον φρόντισε ο Ισαάκιος για τη διαχείριση του ποταμού Μαρίτζα, δεν είναι δυνατόν να άφηνε χωρίς διαχείριση ένα μετρίου μεγέθους ποτάμι, όπως το Τσάι, πολύ μεγαλύτερο από το ρέμα του υδραγωγείου. Δεν είναι δυνατόν να φροντίσει για το ρέμα αυτό, που χύνεται στο Τσάι (που χαρακτηρίζεται ως η Σαμία) και που δεν μπορούσε να έχει τόσα ψάρια, ώστε η διαχείρισή του να περιλαμβάνεται στο Τυπικό μαζί με τη Μαρίτζα, και να αγνοήσει το Τσάι, την ώρα που ο ποταμός Τσάι είναι πολύ μεγαλύτερος και είχε αφθονία ψαριών. Το Τσάι ρέει παράλληλα σε ένα διάστημα με τον Έβρο και χύνεται στο τελευταίο τμήμα του Έβρου πριν από την εκβολή του στη θάλασσα. Η ακριβής φράση του είναι: «…κατά τε χρῆσιν καὶ δεσποτείαν ἀπὸ τῆς σήμερον προσκεκυρώκαμεν τῇ μονῇ… καὶ τῇ ἁλιείᾳ τῶν ποταμῶν τῆς τε Σαμίας καὶ τῆς Μαρίτζης πρὸς εὐπορίαν ἰχθύων» (άρθρο 69).
β) Επίσης ο ίδιος ο Ισαάκιος γράφει ότι ψάρεψε στα ποτάμια Μαρίτζα και Σαμία, την οποία τοποθετεί «περί τὰ πρόθυρα σχεδὸν τοῦ Νεοκάστρου» (άρθρο 66). Πού βρισκόταν το Νεόκαστρον; Υποθέσεις γίνονται αλλά η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι το Νεόκαστρον τοποθετείται δίπλα στους ποταμούς Μαρίτζα και Σαμία. Η Μαρίτζα όμως απέχει από το ρέμα με το υδραγωγείο, επομένως η τοποθέτηση του Νεοκάστρου δεν μπορεί να έχει σχέση με το ρέμα, κατά συνέπεια ούτε η Σαμία με το ρέμα του υδραγωγείου.
Όμως ο ρέμα αυτό, που χαρακτηρίζεται ως ο αρχαίος ποταμός Σαμία, δεν μπορούσε να έχει τόσα ψάρια, που η διαχείρισή του να περιλαμβάνεται στο Τυπικό μαζί με τη Μαρίτζα, την ώρα που ο παραπόταμος Τσάι είναι πολύ μεγαλύτερος και είχε αφθονία ψαριών. Η ακριβής φράση του είναι: «…κατά τε χρῆσιν καὶ δεσποτείαν ἀπὸ τῆς σήμερον προσκεκυρώκαμεν τῇ μονῇ… καὶ τῇ ἁλιείᾳ τῶν ποταμῶν τῆς τε Σαμίας καὶ τῆς Μαρίτζης πρὸς εὐπορίαν ἰχθύων» (άρθρο 69).
γ) Επίσης στο άρθρο 67 γράφει για τις γέφυρες που έκτισε, τις οποίες οφείλει να φροντίζει ο ηγούμενος της Μονής: «ἐν τῇ ἑτέρᾳ τῇ παρ’ ἡμῶν συστάσει πλησίον ἐν τῷ τόπῳ τῷ καί ἐπονομαζομένῳ τοῖς πολλοῖς οὕτω πως Ἀειδαροπνίκτης, ἐπανορθῶται ἐκ τῶν εἰσόδων τῆς μονῆς...» Δηλαδή: στην άλλη (γέφυρα) που την έφτιαξα εγώ κοντά στον τόπο που ονομάζεται «Αειδαροπνίκτης»= Γαϊδαροπνίχτης, να επιδιορθώνει από τις εισόδους της μονής… Εδώ φαίνεται ότι το ρέμα, πάνω στο οποίο κτίστηκε η άλλη γέφυρα της εισόδου στους χώρους της μονής ονομαζόταν Αειδοροπνίκτης=Γαϊδαροπνίχτης.
Πιστεύω ότι μια έρευνα, ίσως πιο ενδελεχής, σε κείμενα που αγνοώ, θα μπορούσε να αποκαταστήσει την ιστορική αλήθεια και να μη διαχέονται φήμες και υποθέσεις χωρίς τεκμηρίωση, σε ό,τι αφορά στον τόπο μας.
Η ονομασία «Βήρα»
Σχετικά με την ονομασία υπάρχει μεγάλη σύγχυση. Σε πολλές αναφορές αναφέρεται λαθεμένα ότι ο τόπος ονομαζόταν Βηρός, που σημαίνει τόπος ελών. Πιστεύω ότι πολλοί που ασχολούνται με την ονομασία αντιγράφουν ο ένας από τον άλλον, με αποτέλεσμα να διαβάζουμε τις ίδιες απόψεις!!! Μια έρευνα όμως για τη λέξη στην αρχαία γραμματεία ίσως μας οδηγούσε σε άλλο αποτέλεσμα. Παρακάτω θα προσπαθήσω να τεκμηριώσω μια άλλη άποψη. Πιθανώς λαθεμένη αλλά πιθανώς και σωστή. Οι πλέον ειδήμονες θα κρίνουν.
Ψάχνοντας τα αρχαία κείμενα για τη λέξη Βήρα διαπίστωσα ότι:
α) Στην αρχαία γραμματεία δεν υπάρχει η λέξη Βήρα προ της συγγραφής του Τυπικού της Μονής της Κοσμοσώτειρας από τον Σεβαστοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό αλλά μόνο μεταγενέστερα. Την πρωτοχρησιμοποιεί ο Νικήτας Χωνιάτης, που έζησε από το 1155 ως το 1216. Υπάρχει όμως η λέξη Βήρ, που σημαίνει φρέαρ, πηγάδι. Όπως ξέρουμε όλοι οι Φεριώτες, ο τόπος των Φερών δεν είχε έλη, τόσα που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η λέξη Βηρός σημαίνει τόπος ελώδης. Αν ήταν τέτοιος, ο Ισαάκιος δεν θα τον επέλεγε, για να κτίσει το μοναστήρι. Άλλωστε η κατωφέρεια της πλαγιάς, στην οποία είναι κτισμένο το μοναστήρι και όλη η πέριξ περιοχή, δεν ευνοεί τη δημιουργία ελών. Απεναντίας ο Ισαάκιος εξυμνεί το υγιεινό κλίμα του τόπου, που τον οδήγησε, εκτός των άλλων, στο να κτίσει τη Μονή. Και όπως φαίνεται και από το Τυπικό της Μονής τα πολλά και γάργαρα νερά εξυμνούνται από τον Ισαάκιο στο άρθρο 74: «… ὕδωρ δὲ βλυστάνει τὸ εὐειδέστατον καὶ ψυχρότατον ἀτεχνῶς τῶν διψώντων ἐπευφραῖνον τοὺς φάρυγγας» (αναβλύζει νερό πανέμορφο και δροσερότατο που ευφραίνει πολύ τους φάρυγγες των διψώντων). Η φράση αυτή παραπέμπει στο φρέαρ, το πηγάδι.
β) Η λέξη Βηρός σε ονομαστική δεν σημαίνει τίποτε και δεν αναφέρεται πουθενά στην αρχαία και βυζαντινή γραμματεία. Όμως υπάρχει η αναφορά από τον Γεώργιο τον Ακροπολίτη (ιστορικό του Βυζαντίου, 1217-1282), ο οποίος γνωρίζει προφανώς την έννοια της λέξης Βήρ, του Βηρός στη γενική, και γράφει στη Χρονική συγγραφή για τον αυτοκράτορα Ιωάννη «…ἐπεφθάκει δὲ περὶ τὸν ποταμὸν Ἕβρον, πλησίον τῆς μονῆς τοῦ Βηρὸς ὀνομαζομένης ποιούμενον τὰς ῥοάς, Μαρίτζαν δὲ καλούμενον…», όπου φαίνεται ξεκάθαρα ότι πρόκειται για γενική και όχι ονομαστική. Επίσης ο ίδιος συγγραφέας στο «Ποίημα Χρονικόν ημιτελές» χρησιμοποιεί την ίδια φράση «…πλησίον τῆς μονῆς τοῦ Βηρὸς ὀνομαζομένης ποιούμενον τὰς ῥοάς, Μαρίτζαν δὲ καλούμενον…». Εδώ και στα δύο κείμενα είναι ξεκάθαρη η χρήση της γενικής (του Βηρός και όχι του Βηρού). Βήρ σημαίνει πηγάδι, όπως αναφέρω παρακάτω και το μεγαλύτερο πηγάδι, που χαρακτηρίζει την περιοχή, από όπου μπορεί να πήρε το όνομα ο τόπος είναι η λεγόμενη Πιότα ή Μπιότα!
γ) Στο Τυπικόν της Μονής της Κοσμοσώτειρας ο Σεβαστοκράτορας Ισαάκιος Κομνηνός γράφει στο άρθρο 2: «βάθρων οὖν ἐξ αὐτῶν τὸ πεφασμένον καινίσας φροντιστήριον ἐρημικοῖς τόποις καὶ ἀμφιλαφέσι τὸ πρότερον, τοῖς καὶ Βηρὸς καλουμένοις τῇ κοινῇ συνηθείᾳ, πρὸς σωτηρίαν πολλῶν…». Ο ίδιος, επίσης, στο άρθρο 69 του Τυπικού κατονομάζει τα χωριά και τα προάστια που θα ανήκουν στη Μονή και μεταξύ αυτών συγκαταλέγει και το νέο προάστιο που δημιουργήθηκε πέριξ της μονής με το όνομα ο Βηρός (σε ονομαστική). Υποθέτω ότι ήδη χρησιμοποιούνταν η ονομασία από τους χωρικούς των γύρω περιοχών σε ονομαστική, γι’ αυτό και ο Ισαάκιος λέγει «τοῖς καὶ Βηρὸς καλουμένοις τῇ κοινῇ συνηθείᾳ» και σέβεται την ονομασία που από συνήθεια έδωσαν οι χωρικοί. Ήδη η φράση «τῇ κοινῇ συνηθείᾳ» παραπέμπει σε λαθεμένη χρήση της γενικής ως ονομαστική.
δ) Η λέξη Βήρα προφανώς προέκυψε στο πέρασμα των χρόνων από την αιτιατική της λέξης Βήρ (γεν. βηρός, δοτ. βηρί, αιτ. βήρα). Ήταν εύκολο να γίνει παρανόηση επειδή η κατάληξη –α των τριτοκλίτων ονομάτων παραπέμπει στην κατάληξη –α των πρωτοκλίτων (παρόμοιο παράδειγμα ο ζωστήρ, τον ζωστήρα και η ζωστήρα. Το ίδιο ο σωτήρ, τον σωτήρα, «στην αγιά Σωτήρα» λαϊκά). Π.χ. από το «πορευσόμεθα εις Βήρα» (τριτόκλιτο, τον Βήρα) να κατέληξε «πορευσόμεθα εις Βήραν» (πρωτόκλιτο, την Βήραν).
Παρακάτω παραθέτω κείμενα από την αρχαία Γραμματεία, όπου αναφέρεται η λέξη ο Βήρ ως φρέαρ (ο βήρ του βηρός) αλλά και κείμενα του Γεωργίου Ακροπολίτου, όπου φαίνεται σαφώς ότι γίνεται χρήση της γενικής “του Βηρός“.
Εστιαίος Ιστορικός. : Fragmenta : Fragment 1, σειρά 3
Βηρυτὸς, πόλις Φοινίκης, ἐκ μικρᾶς μεγάλη, κτίσμα Κρόνου. Ἐκλήθη δὲ διὰ τὸ εὔυδρον· βὴρ γὰρ τὸ φρέαρ παρ’ αὐτοῖς.
Αίλιος Ηρωδιανός και ψευδο-Ηρωδιανός Γραμματικός και Ρήτωρ: Περί καθολικῆς Προσωδίας: τόμος 3,1, σελ. 398, σειρά 9
ἤρ ἐπὶ τῆς ἐπικουρίας· καὶ ὀξύνεται ἡ γενικὴ ἠρός καὶ ἡ αἰτιατικὴ ἦρα καὶ ἐν συνθέσει ἐπιῆρα. βήρ τὸ φρέαρ παρὰ Φοίνιξι.
Ψευδοζωναράς Λεξικογράφος: Λεξικόν : ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΛΕΞΕΩΝ, ΣΥΛΛΕΓΕΙΣΑ ΕΚ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΠΑΛΑΙΑΣ ΤΕ ΦΗΜΙ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΚΑΙ ΑΥΤΗΣ ΔΗΠΟΥ ΤΗΣ ΘΥΡΑΘΕΝ, σελ. 386, σειρά 10
ἐκλήθη δὲ Βηρυτὸς διὰ τὸ ἔνυδρον· βὴρ γὰρ τὸ φρέαρ παρ’ Ἀττικοῖς.
Ψευδοζωναράς Λεξικογράφος: Λεξικόν : ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΛΕΞΕΩΝ, ΣΥΛΛΕΓΕΙΣΑ ΕΚ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΠΑΛΑΙΑΣ ΤΕ ΦΗΜΙ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΚΑΙ ΑΥΤΗΣ ΔΗΠΟΥ ΤΗΣ ΘΥΡΑΘΕΝ, σελ. 386, σειρά 25
‘Βηρυτός’. πόλις Φοινίκης. [ἐκλήθη δὲ Βηρυτὸς διὰ τὸ ἔνυδρον· βὴρ γὰρ παρ’ αὐτοῖς τὸ φρέαρ.]
Ψευδοζωναράς Λεξικογράφος: Λεξικόν : ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΛΕΞΕΩΝ, ΣΥΛΛΕΓΕΙΣΑ ΕΚ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΠΑΛΑΙΑΣ ΤΕ ΦΗΜΙ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΚΑΙ ΑΥΤΗΣ ΔΗΠΟΥ ΤΗΣ ΘΥΡΑΘΕΝ, σελ. 387, σειρά 6
‘Βήρ’. τὸ φρέαρ, παρὰ Φοίνιξι.
Στέφανος Γραμματικός : Εθνικά (Επιτομή) : Σελ. 167, σειρά 10
Βηρυτός, πόλις Φοινίκης, ἐκ μικρᾶς μεγάλη, κτίσμα Κρόνου. ἐκλήθη δὲ διὰ τὸ εὔυδρον· βὴρ γὰρ τὸ φρέαρ παρ’ αὐτοῖς.
Ευστάθιος Φιλόλογος και εκκλ. συγγραφέας: ΠΑΡΕΚΒΟΛΑΙ: Τμήμα 912, σειρά 37
Οἱ δέ φασι διὰ τὸ εὔϋδρον οὕτω κληθῆναι αὐτὴν, βήρ γὰρ παρὰ τοῖς
ἐκεῖ τὸ φρέαρ καλεῖται·
Ησύχιος Λεξικογράφος : Λεξικόν (Α—Ο) : Γράμμα Β, 568, σειρά 1
βήρ· τὸ φρέαρ.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΥ (ἀνακωχῆς—βώτορες) : τόμος 1, σελ. 526, σειρά 4
ἐκλήθη δὲ Βηρυτὸς διὰ τὸ εὔυδρον, βήρ γὰρ τὸ φρέαρ παρ’ αὐτοῖς.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΛΟΓΟΘΕΤΟΥ ΤΟΥ ΑΚΡΟΠΟΛΙΤΟΥ, ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΥΓΓΡΑΦΗ: Τμήμα 43, σειρά 14
Ὁ μὲν οὖν βασιλεὺς Ἰωάννης, ὡς ἔφημεν, εἰς τὴν ἀντιπέραν καὶ δυτικὴν ἐποιεῖτο τὸν βάδον χάριν τοῦ τὰς ἐκεῖσε χώρας καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς κατοπτεύσασθαι ἄστη· καὶ μέχρι γὰρ τοῦ οὕτω πως ὀνομαζομένου ἄστεος Ζίχνα, ἐγγύς που ὄντος Σερρῶν, ἁπάντων ἐδέσποζεν. ἦρχε μὲν τότε Βουλγάρων ὁ τοῦ Ἀσὰν υἱὸς Καλιμᾶνος, δωδεκέτης ὤν. ἐπεὶ γοῦν περὶ τὰ μέρη τοῦ Κισσοῦ ὁ βασιλεὺς γένοιτο κἀκεῖσε διημερεύσας τὴν ἐπαύριον τῆς πορείας εἴχετο, ἐπεφθάκει δὲ περὶ τὸν ποταμὸν Ἕβρον, πλησίον τῆς μονῆς τοῦ Βηρὸς ὀνομαζομένης ποιούμενον τὰς ῥοάς, Μαρίτζαν δὲ καλούμενον χωριτικῇ διαλέκτῳ. κατὰ δὲ τὸ μέσον τοῦ ποταμοῦ γενομένου τοῦ βασιλέως—ποσὶ γὰρ ἵππων ὑπῆρχε βατός, ἐπείπερ θέρους τέλος ἐτύγχανε· φθίνοντος γὰρ τρίτη ἢ καὶ τετάρτη Σεπτεβρίου ἦν—
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΛΟΓΟΘΕΤΟΥ ΤΟΥ ΑΚΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΠΟΙΗΜΑ ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΗΜΙΤΕΛΕΣ: Τμήμα 43, σειρά 7
Ὁ δὲ βασιλεὺς εἰς τὴν ἀντίπεραν ἐποιεῖτο τὸν βάδον ἕως τοῦ Ζίχνα ἄστεος. ἦρχε μὲν οὖν τότε Βουλγάρων ὁ τοῦ Ἀσὰν υἱὸς Καλλιμάνος δωδεκέτης ὤν. ἐπεὶ γοῦν περὶ τὰ μέρη τοῦ Κισσοῦ ὁ βασιλεὺς γένοιτο, διημερεύσας τῆς πορείας εἴχετο. καὶ πεφθάκει περὶ τὸν Ἕβρον τὸν πλησίον τῆς μονῆς τοῦ Βηρὸς ποιούμενον τὰς ῥοάς, Μαρίτζαν δὲ καλούμενον… (σε γενική “του Βηρός”!!!)