Αρχαιότητα
Η ιστορία των Φερών ξεκινάει από την ίδρυση της Μονής της Βήρας με τον ιστορικό Ναό «Παναγία Κοσμοσώτειρα», από τον Σεβαστοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό, το 1151-1152 μ.Χ. Ο τίτλος του «Σεβαστοκράτορος» δόθηκε στον Ισαάκιο για πρώτη φορά στην Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης από τον αυτοκράτορα αδελφό του Αλέξιο Κομνηνό.
Οι Φέρες βρίσκονται 28 χιλιόμετρα ανατολικά της Αλεξανδρούπολης κτισμένες στην πλαγιά ενός πευκόφυτου λόφου, όπου είναι κτισμένη η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, και στο νότιο μέρος βρίσκεται μια μεγάλη πεδιάδα, που φτάνει μέχρι τον Έβρο ποταμό και φέρει το τουρκικό όνομα Γκιαούρ-Αντάς. Η περιοχή παλαιότερα είχε ιδιαίτερη στρατιωτική σημασία, που οφειλόταν στη θέση της στη διασταύρωση των δύο αρτηριών, της Εγνατίας οδού, που ήταν και ο τελευταίος σταθμός πριν τον Έβρο, με κατεύθυνση την Κωνσταντινούπολη και της εγκάρσιας οδού, που ήταν παράλληλη προς το κάτω ρεύμα αυτού του ποταμού.
Η θέση ήταν κατάλληλη για στρατιωτικούς σκοπούς και κυρίως για τη στρατοπέδευση των στρατευμάτων. Γειτόνευε με τα φρούρια της Τραϊανούπολης και της Αίνου, με την οποία επικοινωνούσε εύκολα μέσω της μεγάλης πεδιάδας του Γκιαούρ-Αντά. Η Εγνατία την συνέδεε με τις παράκτιες πόλεις της Θράκης και με την ορεινή περιοχή μέσω της οδού που ερχόταν από τα Κουμουτζηνά (Κομοτηνή).
Η περιοχή είχε κατοικηθεί απ’ την παλαιολιθική εποχή, όπως φαίνεται από τα ευρήματα του ευρύτερου χώρου της, κυρίως από κεραμεικά και επιγραφικά ευρήματα. Πρώτη μνεία της περιοχής των Φερών γίνεται από τον Ηρόδοτο, όταν κάνει λόγο για τη Άφιξη του Ξέρξη στο χώρο του αρχαίου Δορίσκου και την καταμέτρηση του στρατού, γιατί έκρινε ότι ο χώρος είναι κατάλληλος γι’ αυτό. «Ο δε Δορίσκος εστί της Θρηίκης αιγιαλός τε και πεδίον μέγα, δια δε αυτού ρέει ποταμός μέγας Έβρος… Ἔδοξε ὦν τῷ Ξέρξῃ ὁ χῶρος εἶναι ἐπιτήδεος ἐνδιατάξαι τε καὶ ἐξαριθμῆσαι τὸν στρατόν· καὶ ἐποίεε ταῦτα». Το τείχος του Δορίσκου έχει εντοπιστεί 4 χλμ Ν.Δ. των Φερών.
Έπειτα από τους περσικούς πολέμους η περιοχή έλαβε μέρος στην Αθηναϊκή συμμαχία, και κατόπιν όλη η περιοχή ήταν τμήμα του θρακικού βασιλείου των Οδρυσών και αργότερα του βασιλείου της Μακεδονίας, για να επανέλθει μετά πάλι στη δικαιοδοσία διαφόρων Θρακικών ηγεμόνων. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδος οι Ρωμαίοι κατέλαβαν το 46 μ.Χ. την περιοχή και αργότερα στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. ο Αυτοκράτορας Τραϊανός έκτισε την Τραϊανούπολη.
Στα χρόνια του Nέρωνος, και συγκεκριμένα μεταξύ 59 και 63 μ.X., χρονολογείται μιλιάριο (οδομετρική επιγραφή που μετράει μίλια), που όριζε την απόσταση μεταξύ της αρχαίας εγκαταστάσεως στην περιοχή των Φερών και της Περίνθου (στη θάλασσα του Μαρμαρά). Άλλη οδομετρική επιγραφή αναφέρεται στον αυτοκράτορα Γάϊο Iούλιο Oυήρο Mαξιμίνο (235-238 μ.X.) και στον γιό του. Σύμφωνα με την συμπλήρωση που προτάθηκε, γιατί ήταν ημικατεστραμμένη, υποδηλώνει ότι κατά την περίοδο αυτήν η περιοχή ανήκε στην «χώρα» της Aίνου.
Απ’ τη Βυζαντινή Βήρα μέχρι την Τουρκοκρατία
Το 1151 ο Σεβαστοκράτορας Ισαάκιος Κομνηνός, γιος του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού και της Άννας Κομνηνής και αδελφός του νέου αυτοκράτορα Ιωάννη, αποφασίζει να κτίσει ένα μοναστήρι στην περιοχή του Βηρός. Ο τίτλος του Σεβαστοκράτορα του δόθηκε από τον αδελφό του και ήταν τίτλος που δινόταν για πρώτη φορά και ήταν ο ανώτερος τίτλος μετά τον τίτλο του αυτοκράτορα. Ο Ισαάκιος ήταν φιλόδοξος και για να αναρριχηθεί στον αυτοκρατορικό θρόνο οργάνωσε διάφορα επαναστατικά κινήματα, χωρίς αποτέλεσμα. Τιμωρήθηκε μάλιστα με εξορίες και έπειτα από σκέψη για τη ματαιότητα των εγκοσμίων αποφάσισε να δημιουργήσει την Ιερά Μονή της Κοσμοσώτειρας και να προσευχηθεί, για να βρει έλεος η ψυχή του. Ο τάφος του βρίσκεται στο αριστερό μέρος του νάρθηκα του Ναού, σύμφωνα με την επιθυμία που ο ίδιος εξέφρασε στο Τυπικό, άρθρο 89: «καθεδράσαι τὸν τοιοῦτον τάφον ἐν τῷ εὐωνύμῳ μέρει τοῦ νάρθηκος, ἔνθα καὶ παρεκβολὴ τοῦ κτίσματος διὰ τὸν τάφον παρ’ ἡμῶν γέγονε».
Η μονή ονομάστηκε Μονή του Βηρός και αυτό είναι το όνομα του οικισμού (Βηρός) που δημιουργήθηκε γύρω από τη Μονή, η πρώτη ζύμη των Φερών από κατοίκους των γύρω οικισμών και χωριών, οι οποίοι ήρθαν ή μεταφέρθηκαν από τον Ισαάκιο, για να εργάζονται για τη Μονή. Ο οικισμός αυτός παραχωρήθηκε στη Μονή μαζί με άλλα προάστια και χωριά, όπως καταγράφονται στο Τυπικόν της Μονής (άρθρο 69).
Η ονομασία Βήρα, που επεκράτησε στη συνέχεια, πρωτοχρησιμοποιείται από τον Νικήτα Χωνιάτη, που έζησε από το 1155 ως το 1216.
Λίγα χρόνια μετά από την ημερομηνία του Τυπικού, ο γιος του Ισαακίου έγινε αυτοκράτορας ως Ανδρόνικος (1183-85). Επισκέφτηκε το μοναστήρι της Κοσμοσώτειρας το 1183 για να προσκυνήσει τον τάφο του πατέρα του, που το μοναστήρι ίσως να είχε δημευθεί από την κυβέρνηση του Ισαακίου ΙΙ του Αγγέλου (1185-95), ο οποίος οδήγησε μια επιτυχή επανάσταση ενάντια στον Ανδρόνικο Ι, αλλά που συνελήφθη και τυφλώθηκε στο μοναστήρι το 1195 κατά διαταγή του αδελφού του Αλεξίου ΙΙΙ Αγγέλου (1195-1203). Η περιοχή, δέκα χρόνια μετά, κατακτήθηκε από το Βούλγαρο κυβερνήτη Kalojan (1197-1207) το 1205. Μετά την τέταρτη σταυροφορία και την κατάκτηση της Πόλης από τους Φράγκους (το 1204) το μοναστήρι δόθηκε στον Geoffroy Villehardouin (Γοδεφρίδο Βιλλεαρδουίνο), οργανωτή της σταυροφορίας. Επέστρεψε στα ελληνικά χέρια από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη ΙΙΙ Βατάτζη (1221-54), ο οποίος περνώντας από την περιοχή επισκέφθηκε το μοναστήρι το 1246. Το 1268 ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος, έκλεισε σε ομηρία την οικογένεια του έκπτωτου Σουλτάνου του Ικονίου Αζατίν του Β΄. Η σύζυγός του όταν έμαθε ότι πέθανε ο άνδρας της απελπισμένη έπεσε από τον πύργο δίπλα στην πύλη του τείχους και σκοτώθηκε. Γι’ αυτό και η πύλη αυτή, κατά τον ιστορικό Hammer, ονομάστηκε «Άννα Καπουσού», δηλαδή «Πύλη της Μητέρας».
Στην εποχή των Παλαιολόγων, το μοναστήρι, όπως πολλά μοναστήρια της αυτοκρατορίας ενισχύθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως τόπος φυλάκισης. Το 1341, ο μετέπειτα αυτοκράτορας Ιωάννης VI Καντακουζηνός (1347-54) βρήκε το μοναστήρι να το υπερασπίζονται μοναχοί και αγρότες. Το μοναστήρι εγκαταλείφθηκε από τους μοναχούς του μέχρι την ώρα της παραίτησης του Καντακουζηνού το 1354. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός χαρακτηρίζει το 1355 τη Μονή της Βήρας «φρούριόν τι καρτερώτατον παρά τον Έβρον». Αλλά μολονότι ήταν «φρούριον καρτερώτατον» η περιοχή έπαθε πολλές καταστροφές από τους Βουλγάρους το 1323 και από τους Οθωμανούς το 1331 κατά τις επιδρομές τους στον χώρο της Θράκης.
Στις 5 Μαρτίου 1342 ο Ιωάννης Καντακουζηνός εγκατέλειψε το Διδυμότειχο και άφησε αρχικά το στρατό του να στρατοπεδεύσει κοντά στη Bήρα. Επειδή οι μοναχοί κατοικούσαν στο φρούριο, δεν επιχείρησε επίθεση εναντίον των τειχών, που περιέκλειαν τη Bήρα. Εξάλλου ο Ιωάννης Bατάτζης ξαφνικά κατέλαβε τον οικισμό. Το χειμώνα του 1342/43 ο στόλος του Ουμούρ πασά αγκυροβόλησε στον ΄Εβρο, κοντά στη Bήρα. Εξαιτίας του ψύχους 300 άνδρες του πληρώματος έπαθαν κρυοπαγήματα. Το 1347 ο Σεβαστοκράτορας Ιωάννης Ασάνης κατέλαβε το οχυρό, όπου παλαιότερα του είχαν παραχωρηθεί από τον Ιωάννη Καντακουζηνό αγροκτήματα και χωράφια. Το 1355 το φρούριο Bήρα, που βρισκόταν δίπλα στον Έβρο, περιήλθε στην κυριότητα του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Η ανδρική μονή είχε την εποχή αυτή μετατραπεί εξαιτίας των πολέμων και των ληστρικών επιθέσεων σε οχυρωμένο οικισμό με αγροτικό πληθυσμό προερχόμενο από την γύρω περιοχή.
Μετά από μία διαδοχή καταλήψεων από τους Τούρκους, τους Βυζαντινούς, τους Σέρβους, η Βήρα πέφτει οριστικά στα χέρια των Οθωμανών μετά την μάχη της Μαρίτσας (Έβρου ή Cirmen) στα 1371. Η εκκλησία μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος και τα κτίσματα της μονής και τα τείχη της κατεδαφίζονται. Ο Ναός, μόλις περίπου 200 χρόνια από την ίδρυσή του, μετατρέπεται σε τζαμί του Σουλεϊμάν. Καταστρέφονται οι μοναδικές τοιχογραφίες της, και επικαλύπτονται με κονίαμα και κατά τη μετατροπή της σε τέμενος (τζαμί) γίνονται αρκετές εσωτερικές και εξωτερικές παρεμβάσεις και κτίζονται μιναρέδες.
Τουρκοκρατία
Αναφορές για τη Βήρα έχουμε από το 1433, όταν επισκέφτηκε την περιοχή ο Bertrandon de la Broquière, στο πλαίσιο των επισκέψεών του στην Εγγύς Ανατολή. Μια μικρή τουρκική πόλη υπήρχε γύρω από την ενισχυμένη ακρόπολη, και η εκκλησία του είχε μετατραπεί ήδη σε μουσουλμανικό τέμενος. Επίσης έχουμε πληροφορίες από έναν άλλο ταξιδιώτη, τον Robert de Dreux, που επισκέφτηκε τη Βήρα το 1699, αναφέρει επίσης το μουσουλμανικό τέμενος ως χριστιανική εκκλησία.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η Βήρα αναφέρεται ως Φέρε, Φερετζίκ (μικρή Φέρε) ή και Ατίκ Φερετζίκ (παλαιά μικρή Φέρε), ενώ από τον 13ο ως 18ο αιώνα, από τους βυζαντινούς και λατίνους ιστοριογράφους αναφέρεται ως Βήρα. Κάποιοι Ευρωπαίοι περιηγητές την αναφέρουν ως Pertinentia de Vira=μικρή διοικητική ενότητα. Ο Celini (1582) γράφει ότι, όταν πέρασε από τη Βήρα, βρήκε κατάλυμα σε ένα Κερβάνσαράι (kervansaray). Ο Cavazza (1591), πέρασε το ποτάμι, έφαγε και αναπαύθηκε στη Βήρα στη σκιά κάρων (d’avoir dîné et de s’être reposé à l’ombre des chariots). Ο Bernardo (1591) βρήκε κατάλυμα σε ειδικά διαμορφωμένο διαμέρισμα, που προορίζονταν για σημαντικές προσωπικότητες, στο Κερβάνσαράι του Ιμπραήμ Πασά (logea dans les appartements réservés à des personnages d’une certaine importance dans le kervansaray d’Ibrãhĩm Pasha). Οι περιηγητές που την επισκέπτονται αναφέρουν ότι οι κάτοικοι μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα χρησιμοποιούσαν παράλληλα με τις Τουρκικές ονομασίες και το όνομα «Βήρα», όπως ο A. Viques Nel, που επισκέπτεται την πόλη το 1868, στη φυσική και γεωλογική του περιγραφή την αναφέρει ως Βήρα και όχι Φερετζίκ ή Φέρες.
Βουλγαρική περίοδος (1913-1919)
Όπως και στην υπόλοιπη Θράκη, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, οι Φέρες υπέστησαν την καταδιωκτική μανία των Βουλγάρων, που σε πολλές περιπτώσεις προσπάθησαν να εκβουλγαρίσουν τους πληθυσμούς με βίαια μέτρα και εξοντώσεις. Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (Οκτώβριος 1913 η Δυτική Θράκη παραχωρήθηκε στους Βουλγάρους και πολλές ομάδες πληθυσμών από τις Φέρες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να καταφύγουν στην Αίνο ή άλλοι στην Καβάλα. Την περίοδο αυτή καταστράφηκε ο Ναός του Αγίου Νικολάου.
Απελευθέρωση (16 Μαΐου 1920)
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο η Δυτική Θράκη τίθεται υπό διασυμμαχική Διοίκηση (1919-1920, στην οποία τον κύριο λόγο είχαν οι Γάλλοι, ενώ οι διαπραγματεύσεις στο συνέδριο ειρήνης του Παρισιού οι Έλληνες προσπαθούσαν να πετύχουν την απόδοση της περιοχής στην Ελλάδα. Τελικά η πολυπόθητη απελευθέρωση έγινε και ο ελληνικός στρατός έφθασε απελευθερωτής στις Φέρες στις 16 Μαΐου 1920.
Όταν έληξε η γερμανική Κατοχή, τον Αύγουστο του 1944, οι Φέρες είναι η πρώτη πόλη της Δυτικής Θράκης που απελευθερώθηκε από τους Γερμανούς με παλλαϊκή εξέγερση των κατοίκων της.
Δημήτρης Καραμάτσκος
Θεολόγος